- ταλάντευση
- η1. το να ταλαντεύει κανείς κάτι ή το να ταλαντεύεται κάτι, λίκνισμα, κούνημα.2. αμφίρροπη στάση, αβεβαιότητα, αμφιβολία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταλάντευση — η / ταλάντευσις, εύσεως, ΝΜ [ταλαντεύω] διαδοχική κίνηση προς αντίθετη φορά, αιώρηση νεοελλ. 1. μτφ. δισταγμός, αμφίρροπη στάση 2. στον πληθ. οι ταλαντεύσεις (παλαιός όρος) οι ταλαντώσεις … Dictionary of Greek
αιώρα — Η κούνια, παιδικό παιχνίδι. Αποτελείται από ένα κάθισμα στερεωμένο με δύο παράλληλα σχοινιά, τα οποία δένονται σε μια εγκάρσια δοκό, κλαδί δέντρου κλπ. Η α., μετά από τις κατάλληλες ωθήσεις, παίρνει την κίνηση του εκκρεμούς, απομακρύνεται από το… … Dictionary of Greek
ταλαντευτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταλάντευση 2. αυτός που προκαλεί ταλάντευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαντεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αιώρηση — η (Α αἰώρησις) το να αιωρείται να ταλαντεύεται κάποιος ή κάτι, παλίνδρομη κίνηση στον αέρα νεοελλ. 1. (ως γυμναστική άσκηση) η ταλάντευση τού σώματος ως εκκρεμούς από μονόζυγο 2. (στη γλώσσα τών ναυτικών) η ανάρτηση τών κρεμαστών κλινών για την… … Dictionary of Greek
διατοίχηση — και διατοίχιση, η η ταλάντευση πλοίου που οφείλεται σε τρικυμία, παρακύλισμα, μπότζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διατοιχώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Ηλία Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
ενδοιασμός — ο (Μ ἐνδοιασμός) δισταγμός, αμφιβολία, ταλάντευση … Dictionary of Greek
κούνημα — το [κουνώ] 1. λίκνισμα, σάλεμα 2. αιώρηση, ταλάντευση 3. τράνταγμα, κλονισμός 4. νεύμα 5. στον πληθ. τα κουνήματα θηλυπρεπείς κινήσεις, ακκισμοί, καμώματα, νάζια … Dictionary of Greek
κραδασμός — ο (AM κραδασμός) [κραδαίνω] δόνηση, ταλάντευση, τρομώδης ή παλμική κίνηση («τῷ γινομένῳ περὶ τοῑς ἐξακοντισμοῑς τῶν δοράτων κραδασμῷ», Μαρκελλίν.) νεοελλ. 1. η παλμική κίνηση τού σωλήνα τών μικρών ιδίως πυροβόλων η οποία παράγεται κατά τη βολή… … Dictionary of Greek
κύμανση — η (Α κύμανσις, εως) [κυμαίνω] η κίνηση τών κυμάτων, κυματισμός, παλμική δόνηση, ταλάντευση, κυματοειδής κίνηση νεοελλ. μτφ. 1. αυξομείωση, διακύμανση ή αστάθεια 2. αμφιταλάντευση, δισταγμός, διστακτικότητα 3. φυσ. η μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους … Dictionary of Greek
παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… … Dictionary of Greek